- μελισσόκηπος
- οκήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελισσομάντρι — το μελισσόκηπος, μελισσοκομείο, μελισσουργείο … Dictionary of Greek
μελισσοτόπι — το 1. τόπος όπου είναι εγκατεστημένες κυψέλες μελισσών, μελισσόκηπος 2. τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση μελισσοκομείου … Dictionary of Greek